- προγαμώ
- -έω, Α1. συνευρίσκομαι ερωτικά με τη νύφη πριν από τον γάμο («ὅς γε προεγάμει μὲν παρεισιὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας», Στράβ.)2. νυμφεύομαι πρώτος ή πρωτύτερα («κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον καλὸν ἑστιάσας... τά τε... ἐλαμπρύνατο», Πλούτ.)3. ζω ήδη έγγαμο βίο ή ζω έγγαμο βίο πρωτύτερα4. παθ. προγαμοῡμαι, -έομαι(για γυναίκα) παντρεύομαι πριν από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.